- ῥοδάκινον
- ῥοδ-άκινον, τό,A nectarine, Alex. Trall.7.1, Febr.1; also [full] ῥοδακινέα Id.Verm. (2p.595P.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥοδάκινον — nectarine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδακίνοις — ῥοδάκινον nectarine neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδακίνου — ῥοδάκινον nectarine neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδακίνων — ῥοδάκινον nectarine neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδάκινα — ῥοδάκινον nectarine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροδάκινο — το / ῥοδάκινον, ΝΜΑ, και ῥωδάκινον, Α ο καρπός της ροδακινιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από τον τ. δωράκινον (< λατ. duracinum) με αντιμετάθεση τών συμφώνων ρ και δ . Επομένως, η ορθή γρφ. τής λ. είναι ο τ. ῥωδάκινον, έχει, όμως,… … Dictionary of Greek
ροδακινιά — (ροδακινέα η κοινή ή προύνος ο περσικός). Οπωροφόρο δέντρο της υποοικογένειας των προυνοειδών, της οικογένειας των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Δέντρο μέτριων διαστάσεων, ύψους έως 4 μ., έχει βλαστούς που ανοίγουν προς τα έξω και φύλλα βραχύμισχα,… … Dictionary of Greek